ἰουλίδος

ἰουλίδος
ἰουλίς
rainbow-wrasse
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κέας (Ιουλίδος), δήμος — Νέος δήμος (2.417 κάτ.) του νομού Κυκλάδων που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Ιουλίδος και Κορησίας, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε η Ιουλίς …   Dictionary of Greek

  • Κέα ή Τζια — Νησί (131 τ. χλμ., 2.417 κάτ.) των Κυκλάδων, το δυτικότερο και πλησιέστερο προς την Αττική. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Κυκλάδων και πρωτεύουσά του είναι ο οικισμός Ιουλίς (701 κάτ.). Έχει σχήμα επίμηκες, σχεδόν ωοειδές, με ελαφρά νοτιοδυτική… …   Dictionary of Greek

  • Meerjunker — (Coris julis) Übergangsform → …   Deutsch Wikipedia

  • βουρκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 94 κάτ.) της Κέας (Τζια). Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * το [βούρκος] περιοχή με βούρκο …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • κοκκινάδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 50 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * η (Μ κοκκινάδα) [κόκκινος] η ιδιότητα τού ερυθρού, κόκκινο χρώμα, κοκκινίλα, ερυθρότητα («τα μάγουλά του χρωματισμένα με …   Dictionary of Greek

  • κουκουβάγια — Οικισμός (20 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * και κουκκουβάγια, η (Μ κουκουβάγια και κουκουβάγη και κουκουβάϊα και κουκουβία) ονομασία, κοινή σήμερα, νυκτόβιων αρπακτικών γλαυκόμορφων πτηνών… …   Dictionary of Greek

  • λιγία — Οικισμός (10 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * η ζωολ. γένος αμφίβιων ισόποδων καρκινοειδών τής οικογένειας oniscidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ligia < νεολατ. ligia <… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνικά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 216 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στα Α της λιμνοθάλασσας του Αιτωλικού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιεράς Πόλεως Μεσολογγίου. 2. Πεδινός… …   Dictionary of Greek

  • Καμπί — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 60 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νησιού, 41 χλμ. Δ της πόλης της Ζακύνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελατίων. 2. Οικισμός (8 κάτ.) της Κέας. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”